- εκφαυλισμός
- ο (AM ἐκφαυλισμός)νεοελλ.διαφθορά, εκφυλισμός, εξευτελισμός, εξαχρείωσηαρχ.περιφρόνηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκφαυλισμός — ο εξαχρείωση, διαφθορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκφαυλισμοῦ — ἐκφαυλισμός contemning masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφαυλισμῷ — ἐκφαυλισμός contemning masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφαύλιση — η ο εκφαυλισμός … Dictionary of Greek
εκφαύλιση — η ο εκφαυλισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαχρείωση — η η διαφθορά των ηθών, του χαρακτήρα, εκφαυλισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)